Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ταυρεία μάστιξ

См. также в других словарях:

  • λώγασος — λώγασος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ταυρεία μάστιξ». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το λωγάνιον*] …   Dictionary of Greek

  • μάραγνα — η (Α μάραγνα και σμάραγνα) νεοελλ. το μαστίγιο που χρησιμοποιείται από τους ιπποδαμαστές για τον δαμασμό τών ίππων αρχ. μαστίγιο («μάραγνα μάστιξ, ῥάβδος, ταυρεία», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαζί με την αντίστοιχη της συριακή māragnā είναι παράλληλα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»