-
1 λωγάλιοι
λωγάλιοι· ἀστράγαλοι ἢ πόρνοι, Hsch.; cf. sq. andA v. λωγάς. [full] λωγάνιον, τό, dewlap of oxen, Ambraciote and Epirote word, Luc.Lex. 3, cf. Dionys. Utic. ap. Sch. l.c.—In Suid. [full] λογάνιον sine expl., in Hsch. [full] λωγάλιον. λωγάς· πόρνη, Id.; cf. λωγάλιοι. [full] λώγασος· ταυρεία μάστιξ, Id. [full] λωγάω, = λέγω, Theognost.Can.149; ἐλώγη· ἔλεγεν, Hsch. (ἐλωγὴ· ἔλεγον cod.), [dialect] Dor.[var] contr. from ἐλώγαε. [full] λώγη· καλάμη, καὶ συναγωγὴ σίτου, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λωγάλιοι
-
2 λώγασος
Grammatical information: m.?Meaning: ταυρεία μάστιξ H.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Unknown.Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λώγασος
См. также в других словарях:
λώγασος — λώγασος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ταυρεία μάστιξ». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το λωγάνιον*] … Dictionary of Greek
μάραγνα — η (Α μάραγνα και σμάραγνα) νεοελλ. το μαστίγιο που χρησιμοποιείται από τους ιπποδαμαστές για τον δαμασμό τών ίππων αρχ. μαστίγιο («μάραγνα μάστιξ, ῥάβδος, ταυρεία», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαζί με την αντίστοιχη της συριακή māragnā είναι παράλληλα… … Dictionary of Greek